- ἐνόρκων
- ἔνορκοςhaving swornmasc/fem/neut gen plἐνορκόωadjureimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἐνορκόωadjureimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνορκῶν — ἐνορκόω adjure pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐνορκόω adjure pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐνορκόω adjure pres part act masc nom sg ἐνορκόω adjure pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια — Ποινικά δικαστήρια, στα οποία εντάσσονται τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια και τα μεικτά ορκωτά εφετεία. Το μεικτό ορκωτό δικαστήριο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των κακουργημάτων (εκτός από αυτά που ανήκουν στην αρμοδιότητα των… … Dictionary of Greek
δικαιοδοτική λειτουργία — Μία από τις τρεις λειτουργίες στις οποίες εκδηλώνεται η κυριαρχία του νεότερου κράτους· συνίσταται στην αποκλειστική εξουσία εφαρμογής των νόμων σε περίπτωση παράβασης ή αμφισβήτησης, με τον τερματισμό των ερίδων μετά από αποφάσεις υποχρεωτικής… … Dictionary of Greek
ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… … Dictionary of Greek
ετυμηγορία — η (Α ἐτυμηγορία) [ετυμηγόρος] νεοελλ. 1. (νομ.) η απόφαση κάθε δικαστηρίου, αλλά κυρίως τού ορκωτού («η ετυμηγορία τών ενόρκων») 2. φρ. «η ετυμηγορία τού λαού» η διά τής ψήφου εκφραζόμενη λαϊκή θέληση αρχ. το να λέει κάποιος την αλήθεια, η… … Dictionary of Greek
καγκελάριος — Αξίωμα που πρωτοεμφανίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε αντίστοιχο του πρωθυπουργού (διατηρείται και σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία) ή του υπουργού Εξωτερικών. Βλ. λ. καγκελαρία. Στη… … Dictionary of Greek
κλήρωση — η (AM κλήρωσις) [κληρώ] η εκλογή προσώπου ή η διανομή κτημάτων με κλήρο (α. «η περιουσία θα μοιραστεί με κλήρωση» ; β. «έγινε η κλήρωση τών ενόρκων» γ. «ἐν μὲν γὰρ τῇ κληρώσει τὴν τύχην βραβεύειν», Ισοκρ.) νεοελλ. 1. η εξαγωγή λαχνών από… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ιερά Εξέταση — (Ιnquisitio). Εκκλησιαστικό δικαστήριο που ιδρύθηκε μεταξύ 12ου και 13ου αι., με σκοπό να καταπολεμήσει τις αιρέσεις. Παλαιότερο προηγούμενο τέτοιου θεσμού μπορούν να θεωρηθούν οι διατάξεις των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου κατά των… … Dictionary of Greek
Πενταγιώτισσα, Μαρία — (περ. 1821 – περ. 1885). Γυναίκα θρυλική για την ομορφιά της και τα ερωτικά σκάνδαλα, γεννημένη στους Πενταγιούς της Δωρίδας, Για τη ζωή της διασώθηκαν μόνο θρύλοι και παραδόσεις, ενώ έμεινε άγνωστο το οικογενειακό της επώνυμο. Ο πατέρας της ήταν … Dictionary of Greek